- σκαρπίνι
- το-ιού (λ. ιταλ.), είδος παπουτσιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαρπίνι — το, Ν είδος χαμηλού υποδήματος που αφήνει ακάλυπτους τους αστραγάλους, σε αντιδιαστολή με το άρβυλο ή την μπότα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scarpino] … Dictionary of Greek
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
στιβάλι — και στιβάνι, το, Ν είδος υποδήματος που περιβάλλει την κνήμη ή μέρος της, μπότα, μποτίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. stival, ενώ ο τ. στιβάνι < στιβάλι κατά τα μποτίνι, σκαρπίνι, τακούνι] … Dictionary of Greek
scarpă — SCÁRPĂ s. v. condur, papuc. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime scárpă, scárpe, s.f. (reg.) 1. (mai ales la pl.) pantof femeiesc uşor, cu broderii, care se purta în trecut; condur; papuc de damă. 2. încălţăminte veche, scâlciată;… … Dicționar Român
σκορπίνα — σκορπίνα, η και σκαρπίνι, το είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)